Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

O ρόλος του Κοινωνιολόγου στην Αστυνομία.

Του Θανάση Θεοφιλόπουλου,
μέλους συνδυασμού "Προοπτική για την Κοινωνιολογία".


Η αρχική εκδοχή του παρόντος άρθρου συνόδευε επιστολή του Συλλόγου Ελλήνων Κοινωνιολόγων προς το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και το Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας (10/11/2011, α.π. 103/2011),
κατόπιν σχετικής άδειας του συγγραφέα του.

Οποιαδήποτε ικανοποιητική εξήγηση της φύσης του εγκλήματος πρέπει να είναι κοινωνιολογική, γιατί το τι είναι το έγκλημα εξαρτάται από τους κοινωνικούς θεσμούς μιας κοινωνίας.[1]

Στο Προεδρικό Διάταγμα για την ¨Επαγγελματική κατοχύρωση των πτυχιούχων των τμημάτων Κοινωνιολογίας¨[2] αναφέρεται, ότι ο/η Κοινωνιολόγος μπορεί ν’ απασχοληθεί, μεταξύ άλλων: ¨στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας, σε αντικείμενα σχετικά με τον τίτλο σπουδών τους.[3] Επιπλέον, σύμφωνα πάντα με το προαναφερθέν Προεδρικό Διάταγμα, ο/η Κοινωνιολόγος μπορεί, μεταξύ άλλων, να εργαστεί: ¨στα δικαστήρια όλων των βαθμίδων, ως σύμβουλοι για την ανάλυση κοινωνικών προβλημάτων των διαδίκων¨[4] καθώς και, ¨στα σωφρονιστικά ιδρύματα της χώρας, δημόσια και ιδιωτικά, ως σύμβουλοι, αναλυτές και εμψυχωτές σε αντικείμενα σχετικά με τον τίτλο σπουδών τους και τις εξειδικευμένες γνώσεις τους¨.[5]

Όσον αφορά την εργασία των κοινωνιολόγων στις υπηρεσίες δικαιοσύνης και δημόσιας τάξης, ο πρώην αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Ελλήνων Κοινωνιολόγων, Νίκος Φακιολάς, πριν την υπογραφή του εν λόγω Προεδρικού Διατάγματος, είχε αναφέρει ότι:
¨Οργανικές θέσεις κοινωνιολόγων έχουν αναπτυχθεί τόσο σε κεντρικό επίπεδο όσο και σε διάφορα σωφρονιστικά καταστήματα, στην Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων, σε επιμελητείες ανηλίκων και σε άλλους φορείς αντιμετώπισης της παραβατικότητας νέων και ενηλίκων. Κοινωνιολόγοι με ειδίκευση στην εγκληματολογία συνεισφέρουν στην πρόληψη και την αντιμετώπιση της βίας και της παραβατικότητας και ορισμένοι συμβάλλουν στην εκπαίδευση, την ενημέρωση και κατάρτιση των εργαζομένων στα σώματα ασφαλείας. Ελάχιστοι εργάζονται σε φυλακές ή σε άλλους σωφρονιστικούς φορείς για τη μελέτη και το σχεδιασμό προγραμμάτων κοινωνικής επανένταξης νέων και ενηλίκων ή στους οργανισμούς προστασίας του παιδιού, κακοποιημένων γυναικών, υποστήριξης κοινωνικά αποκλεισμένων¨.[6]

Και παρακάτω:
¨Κοινωνιολόγοι απασχολούνται (…) επίσης σε άλλα σώματα ασφαλείας και σε φορείς προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων¨.[7]

Στο άρθρο αυτό θ’ ασχοληθούμε αποκλειστικά με τη δυνατότητα απασχόλησης του/της Κοινωνιολόγου στην αστυνομία.

Η αναφορά στην εργασία των Κοινωνιολόγων στα σώματα ασφαλείας που περιλαμβάνεται στο Προεδρικό Διάταγμα περί των επαγγελματικών δικαιωμάτων των κοινωνιολόγων, είναι ιδιαίτερα ασαφής και γενικόλογη.  Αντιθέτως, ο Φακιολάς, γίνεται πιο συγκεκριμένος καθώς αναφέρεται στον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει ο κοινωνιολόγος στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση του αστυνομικού προσωπικού.
Επίσης, ο Φακιολάς αναφέρει ότι ¨Κοινωνιολόγοι με ειδίκευση στην εγκληματολογία συνεισφέρουν στην πρόληψη και την αντιμετώπιση της βίας και της παραβατικότητας¨[8].

Εδώ χρειάζεται μια πιο αναλυτική προσέγγιση, όσον αφορά το πρώτο πεδίο δράσης του κοινωνιολόγου στην αστυνομία, εκείνο του σχεδιασμού μιας αντεγκληματικής/εγκληματοπροληπτικής πολιτικής. Συγκεκριμένα, ο/η κοινωνιολόγος στην Αστυνομία - μέσω του θεωρητικού του υποβάθρου και, κυρίως, των στατιστικών, ποσοτικών (π.χ. σχεδιασμός/χορήγηση ερωτηματολογίων και αξιολόγηση/ερμηνεία αποτελεσμάτων) και ποιοτικών (π.χ. συνεντεύξεις) του μεθόδων – δύναται να ασχοληθεί με:
α. το σχεδιασμό, στη δημιουργία, στη λειτουργία και στη διαρκή αναβάθμιση σύγχρονης, ενιαίας ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων και διασύνδεσης με αυτή μέχρι και του τελευταίου αστυνομικού τμήματος της χώρας, για την έγκυρη και έγκαιρη καταγραφή της εγκληματικότητας και, στη συνέχεια, στατιστική επεξεργασία των συλλεχθέντων δεδομένων και ερμηνεία των αποτελεσμάτων
β. τη διερεύνηση αιτίων εμφάνισης, αύξησης ή μείωσης συγκεκριμένων τύπων εγκληματικών πράξεων γενικά στη χώρα αλλά και ειδικότερα σε συγκεκριμένες
γ. τη διερεύνηση ύπαρξης συγκεκριμένου κοινωνικού/δημογραφικού προφίλ δράστη ανά τύπο εγκληματικής πράξης και παραγόντων που οδηγούν άτομα του συγκεκριμένου προφίλ στην τέλεση των συγκεκριμένων τύπων εγκληματικών πράξεων
δ. τον εντοπισμό οργανικών κενών ανά Τμήμα και Υπηρεσία και την διερεύνηση πιθανών αναγκών για επιπλέον προσλήψεις ή ανακατανομή ανθρώπινου δυναμικού με σκοπό την πλήρη αξιοποίηση των διαθέσιμων ανθρώπινων πόρων και την ενίσχυση Τμημάτων/υπηρεσιών που εμφανίζουν μεγαλύτερες ανάγκες
ε. τον σχεδιασμό στοχευμένων εκστρατειών ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των πολιτών από την Αστυνομία, αναφορικά με την ασφάλεια αυτών και των οικιών τους, απαλλαγμένων από κάθε είδους στερεοτυπικές αντιλήψεις και προκαταλήψεις
Το αποτέλεσμα της κοινωνιολογικής μελέτης και έρευνας στην Αστυνομία, είναι η παραγωγή ολοκληρωμένων, αναλυτικών και τεκμηριωμένων προτάσεων για την εφαρμογή μιας πολυεπίπεδης αντεγκληματικής πολιτικής, με υψηλές πιθανότητες επιτυχίας.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο/η Κοινωνιολόγος δύναται να συνεισφέρει στην εκπαίδευση και κατάρτιση των αστυνομικών. Πρόκειται για το δεύτερο πεδίο δράσης του κοινωνιολόγου εντός της αστυνομίας, την εκπαίδευση και κατάρτιση του αστυνομικού προσωπικού. Ποιο όμως θα είναι το αντικείμενο αυτών των εκπαιδεύσεων και καταρτίσεων; Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
α. Εκπαίδευση Αστυνομικών όλων των παραγωγικών σχολών αλλά και Προγράμματα Επικαιροποίησης Γνώσεων Αποφοίτων (εν ενεργεία Αστυνομικών) στο αντικείμενο της εγκληματολογίας, της κοινωνιολογίας της παρέκκλισης, της ιστορίας και κοινωνιολογίας της τρομοκρατίας, της κοινωνιολογίας των σωμάτων ασφαλείας και της στρατιωτικής κοινωνιολογίας, της κοινωνιολογίας της μετανάστευσης και της μεταναστευτικής πολιτικής, της πολιτικής κοινωνιολογίας κ.ο.κ.
β. Προγράμματα συνεχούς κατάρτισης και ευαισθητοποίησης για την καλλιέργεια και ισχυροποίησης μιας δημοκρατικής και ανθρωπιστικής κουλτούρας εντός της Αστυνομίας και συγκεκριμένα:
Ø  Κατάρτιση και ευαισθητοποίηση σε ζητήματα προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διαπολιτισμική επιμόρφωση: τα ανθρώπινα δικαιώματα – ορισμός και διεθνείς συμβάσεις, μειονότητες – ορισμός και μειονοτικές ομάδες στην Ελλάδα, μορφές ρατσισμού (παραδοσιακός φυλετισμός, αντισημιτισμός, ομοφοβία, τρανσφοβία κλπ.) και γενεσιουργά αίτια, ξενοφοβία, μισαλλοδοξία, διακρίσεις και κοινωνικός αποκλεισμός.
Ø  Κατάρτιση και ευαισθητοποίηση σε ζητήματα προστασίας των δημοκρατικών ελευθεριών: βασικές έννοιες και στοιχεία πολιτεύματος (σύνταγμα, το πολίτευμα της χώρας, κράτος δικαίου κλπ.), σύγχρονη ελληνική ιστορία (με έμφαση στην εξέλιξη και στο ρόλο των σωμάτων ασφαλείας σε πολιτικές-κοινωνικές εξελίξεις και γεγονότα), μορφές εξουσίας και διάκριση εξουσιών, ελληνικοί και ευρωπαϊκοί θεσμοί.
Στόχος αυτών των προγραμμάτων κατάρτισης και ευαισθητοποίησης είναι η συμβολή στην καλλιέργεια μιας δημοκρατικής και ανθρωπιστικής  κουλτούρας εντός της αστυνομίας, με σκοπό την εφαρμογή του νόμου χωρίς διακρίσεις, την καταπολέμηση αντιλήψεων και νοοτροπιών για το ρόλο, τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του αστυνομικού που παραβιάζουν τη διάκριση εξουσιών και δεν συνάδουν με την αποστολή του αστυνομικού εντός της σύγχρονης, φιλελεύθερης δημοκρατίας, την εξάλειψη κρουσμάτων αστυνομικής αυθαιρεσίας.

Το τρίτο πεδίο δράσης του/της Κοινωνιολόγου στο αστυνομικό σώμα, είναι η συνεχής μελέτη και αξιολόγηση των αντιλήψεων και των στάσεων του αστυνομικού προσωπικού απέναντι σε διάφορες πληθυσμιακές ομάδες αλλά και όσον αφορά το ρόλο του και τη θέση του εντός της κοινωνίας. Πιο αναλυτικά, ο/η Κοινωνιολόγος καλείται, μέσω των ποσοτικών ή/και ποιοτικών μεθόδων, να διερευνήσει:
α. τους λόγους για τους οποίους επιλέχθηκε η σταδιοδρομία στο αστυνομικό σώμα και τις αντιλήψεις όσον αφορά τα δικαιώματα και το πεδίο δράσης του αστυνομικού,
β. τις αντιλήψεις και στάσεις του αστυνομικού προσωπικού απέναντι σε συναδέλφους άλλου φύλου, ετερόθρησκων, διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού κλπ.,
γ.  την ύπαρξη ή μη ρατσιστικών (π.χ. αντισημιτικών, ομοφοβικών κλπ.) και αντιδημοκρατικών (π.χ. αυταρχικών, ακραία κατασταλτικών κλπ.) αντιλήψεων και στάσεων,
Η παραπάνω μελέτη και αξιολόγηση κρίνεται απαραίτητη για να επισημανθούν τυχόν κενά ή προβλήματα στην εκπαίδευση και κατάρτιση των αστυνομικών, αλλά και για την πρόληψη περιπτώσεων κατάχρησης εξουσίας και παραβατικής συμπεριφοράς του αστυνομικού προσωπικού. Πρόκειται για ενέργειες που παραβιάζουν τους νόμους της χώρας και στρέφονται κατά του κράτους δικαίου, ενώ ταυτόχρονα, συμβάλλουν στον κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την Αστυνομία. Έτσι, καλλιεργείται ένα κλίμα γενικευμένης ανομίας και την (ανα)τροφοδοτούνται και διαιωνίζονται αρνητικά στερεότυπα  και προκαταλήψεις για όσους-ες υπηρετούν στο Αστυνομικό Σώμα.

Το τέταρτο πεδίο δράσης του/της Κοινωνιολόγου στο αστυνομικό σώμα, είναι η διάγνωση αναγκών του προσωπικού και οι συνθήκες εργασίας του. Συγκεκριμένα, ο/η Κοινωνιολόγος καλείται, μέσω των ποσοτικών ή/και ποιοτικών μεθόδων, να διερευνήσει:
α. την πιθανή ύπαρξη προσωπικών προβλημάτων που επηρεάζουν ή δύνανται να επηρεάσουν αρνητικά την απόδοση κατά την εκτέλεση καθηκόντων (π.χ. οικογενειακά προβλήματα, οικονομικά προβλήματα, προβλήματα υγείας κ.λπ.)
β. την πιθανή εμφάνιση συμπτωμάτων εργασιακής εξουθένωσης (σύνδρομο burn out)
γ. τον βαθμό ικανοποίησης ή δυσαρέσκειας του προσωπικού από τις συνθήκες εργασίας του (π.χ. χώρος εργασίας, παρεχόμενος εξοπλισμός σχέσεις με συναδέλφους και ανωτέρους ιεραρχικά, οικονομικές απολαβές, προοπτικές ιεραρχικής ανέλιξης, κ.λπ.).
Αναλόγως των αποτελεσμάτων των διερευνητικών του ενεργειών, ο/η Κοινωνιολόγος την παραπομπή του/της αστυνομικού σε ειδικό επιστήμονα (π.χ. Ψυχολόγο[9]), την χορήγηση ειδικών αδειών, την μετακίνησή του σε άλλο Τμήμα/υπηρεσία κ.λπ.
Τελικά – και κυρίως- έπειτα από την συγκέντρωση αντιπροσωπευτικού δείγματος και την αξιολόγηση των συλλεχθέντων δεδομένων, μπορεί να σχεδιάσει και να εισηγηθεί συγκεκριμένα μέτρα για την άμεση βελτίωση των συνθηκών εργασίας, με στόχο την αύξηση της αποδοτικότητας των υπηρετούντων στην Αστυνομία.

Κλείνοντας, πρέπει να επισημανθεί ότι αν και προϊόντα της καλπάζουσας τεχνολογικής εξέλιξης τίθενται όλο και πιο πολύ στις υπηρεσίες δίωξης του εγκλήματος, συνεισφέροντας σε σημαντικό βαθμό στην εξιχνίαση υποθέσεων και στη σύλληψη εγκληματιών, την ίδια στιγμή –αν όχι με ταχύτερους ρυθμούς- το έγκλημα βρίσκει και εφευρίσκει διαρκώς νέες μεθόδους και νέα πεδία εγκληματικής δράσης, «αχρηστεύοντας» έτσι τη βελτίωση της τεχνολογικής υποδομής και της αύξησης των κατασταλτικών μέτρων της αστυνομίας. Για μια πιο επιτυχή και πιο ουσιαστική αντιμετώπιση του εγκλήματος, η Πολιτεία χρειάζεται να δώσει έμφαση στην πρόληψη του εγκλήματος,  στη διερεύνηση των ποικίλων παραγόντων που ωθούν κάποιον στο έγκλημα και στην υιοθέτηση παραβατικής συμπεριφοράς και όχι μόνο ή κυρίως στην καταστολή του εγκλήματος, στη δημιουργία μιας σχέσης εκτίμησης και εμπιστοσύνης ανάμεσα στην αστυνομία και στην κοινωνία και όχι στη συνέχιση της (ανα)παραγωγής στερεοτύπων και φοβιών για τη θέση, τη δράση και το ρόλο της αστυνομίας, στη συνεχή και ποιοτική εκπαίδευση και κατάρτιση των αστυνομικών και όχι μόνο στον οπλισμό,  στη συνεχή μέριμνα για το ανθρώπινο δυναμικό και τις συνθήκες εργασίας του και όχι στη εγκατάλειψη του σε επικίνδυνο, στρεσογόνο περιβάλλον. Η στελέχωση της αστυνομίας με Κοινωνιολόγους είναι ένα μέτρο προς τη σωστή κατεύθυνση.




[1] Giddens A., Κοινωνιολογία, μετάφρ. – επιμέλ. Τσαούσης Δ. Γ., Gutenberg, Αθήνα, 2002, σ. 254.
[2] ΦΕΚ 199/01-10-2009, Προεδρικό Διάταγμα 159/2009.
[3] στο ίδιο, Άρθρο 1, Παρ. η΄.
[4] στο ίδιο, Άρθρο 1, Παρ. ια΄.
[5] στο ίδιο, Άρθρο 1, Παρ. ιβ΄.
[6] Φακιολάς Νίκος, «Τομείς απασχόλησης των κοινωνιολόγων», Σύλλογος Ελλήνων Κοινωνιολόγων, http://www.sociology.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=26&Itemid=117, τελευταία είσοδος 08/07/2011 (καταργημένη ιστοσελίδα).
Αναδημοσιεύεται στο Σύλλογος Ελλήνων Κοινωνιολόγων – Παράρτημα Θεσσαλονίκης, «Κώδικας Επαγγελματικής Δεοντολογίας», http://www.thess-sociologists.com/, τελευταία είσοδος 01 Δεκεμβρίου 2016.
[7] στο ίδιο, τελευταία είσοδος 22 Σεπτεμβρίου 2011.
[8] στο ίδιο, τελευταία είσοδος 22 Σεπτεμβρίου 2011.
[9] Η πρόσληψη ψυχολόγων στην αστυνομία είναι απαραίτητη για ποικίλους λόγους:
α. την ψυχολογική υποστήριξη του αστυνομικού προσωπικού, καθώς το αστυνομικό επάγγελμα είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, ψυχοφθόρο, στρεσογόνο,
β. την άμεση παροχή ψυχολογικής υποστήριξης θυμάτων εγκληματικών ενεργειών (π.χ. τρομοκρατίας, βιασμού κ.λπ.),
γ. την τακτική ψυχολογική αξιολόγηση του αστυνομικού προσωπικού, ώστε να εξακριβώνεται κατά πόσο είναι σε θέση να ασκήσουν τα ιδιαίτερα απαιτητικά καθήκοντά τους και να φέρουν εις πέρας τη δύσκολη αποστολή τους, χωρίς να καταφύγουν σε ακραίες και παράνομες συμπεριφορές (π.χ. παράνομη οπλοχρησία, παράνομη άσκηση βίας κ.λπ.) οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και σε αφαίρεση ανθρώπινων ζωών,
δ. την ψυχολογική αξιολόγηση κατηγορούμενων για αξιόποινες πράξεις, ώστε να διαπιστωθεί αν χρειάζονται ή όχι ειδική μεταχείριση (π.χ. κράτηση σε ψυχιατρικό ίδρυμα κ.λπ.), ε. την σκιαγράφηση του ψυχολογικού προφίλ των καταζητούμενων εγκληματιών συγκεκριμένων κατηγοριών (π.χ. κατά συρροή δολοφόνοι, απαγωγείς, κ.λπ.) ώστε οι αστυνομικές αρχές να είναι σε θέση να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν τόσο τα κίνητρα όσο και τις πιθανές επόμενες κινήσεις του δράστη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου