Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Ο ρόλος του Κοινωνιολόγου στους ελεγκτικούς μηχανισμούς για την αντιμετώπιση της διαφθοράς.

Της Στέλλας Νιώτη,
μέλους συνδυασμού "Προοπτική για την Κοινωνιολογία"


1) Εισαγωγή.
Στην τρέχουσα πολιτική ορολογία, που, σε πολλές περιπτώσεις, επικαθορίζεται από τους νομικούς ορισμούς και ρυθμίσεις, η διαφθορά έχει συνδεθεί με τα φαινόμενα δωροδοκίας, τα οποία, σύμφωνα με το επίσημο αφήγημα, προκαλούν οι δημόσιοι λειτουργοί κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Σε αυτή τη διάσταση, η διαφθορά λαμβάνει τη σημασία της κατάχρησης ανατεθειμένης εξουσίας με σκοπό το προσωπικό όφελος. Σε ένα πρώτο επίπεδο λοιπόν, μπορεί να υποστηριχθεί ότι, παρόλο που η ανατεθειμένη εξουσία αναφέρεται ή υποδεικνύει το εξουσιαστικό πεδίο, εκεί δηλαδή όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις των οργάνων εξουσίας, η κατάχρησή της αντιμετωπίζεται, περιοριστικά, στα εκτελεστικά της όργανα, τους δημόσιους λειτουργούς. Ακολούθως, η πάταξη της διαφθοράς εξειδικεύεται στη σχέση του δημόσιου λειτουργού με το κράτος και, έτσι, απομπλέκεται από τις δομικές αναφορές της, τις σχέσεις της με το πολιτικό-οικονομικό εποικοδόμημα. 

2)  Η διαφθορά ως πρόβλημα της δημόσιας διοίκησης και η στελέχωση των ελεγκτικών σωμάτων.
Η διαφθορά ως έννοια έχει πολύ ευρύτερη σημασία και νοηματοδοτεί τις συνέπειες ενός ανήθικου τρόπου ζωής (σ: η έννοια αρχικά προσδιόρισε την πρόκληση σεξουαλικής βλάβης ή την ανήθικη έκθεση του φύλου), οι εκδηλώσεις του οποίου περιλαμβάνουν τη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα, αγκαλιάζοντας όλους τους τομείς της ατομικής, οικογενειακής, οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής δραστηριότητας του ανθρώπου ιδιώτη, οικογενειάρχη, επαγγελματία, πολίτη και πολιτικού. Σε αυτή τη βάση η σημασία της διαφθοράς διαστέλλεται, αναφερόμενη στην παραβίαση όλων των ηθικών και νομικών κανόνων.

Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και ο λειτουργικός περιορισμός της διαφθοράς στην αντιμετώπιση των φαινομένων της δωροδοκίας ή άλλης παράνομης συμπεριφοράς που διαπράττουν δημόσιοι λειτουργοί κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη της τις βασικές παραμέτρους του προβλήματος, ήτοι την παραβίαση των ηθικών και νομικών κανόνων. Εν τούτοις, ο εντοπισμός του προβλήματος στη δημόσια διοίκηση και, σε ένα δεύτερο επίπεδο, η αποσύνδεση της κακοδιοίκησης, και των δομικών συμφραζομένων της, από τη διαφθορά καθόρισαν, σε μεγάλο βαθμό και με μια στενή αντίληψη, τη σύσταση και τη στελέχωση των ελεγκτικών σωμάτων. Η έμφαση στη διοικητική- οικονομική διάσταση του ελεγκτικού έργου και, επακόλουθα, ο περιορισμός στην αναζήτηση ευθυνών στο πειθαρχικό και ποινικό επίπεδο, προσανατόλισαν μονομερώς τη στελέχωση των περισσότερων ελεγκτικών σωμάτων, κυρίως του Σώματος Ελεγκτών-Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης (ΣΕΕΔΔ), με αποφοίτους νομικής, διοικητικής, οικονομικής και πολιτικής επιστήμης. Οι απόφοιτοι Κοινωνιολογίας εξαιρούνται, ακόμα και στο πλαίσιο της άσκησης διοικητικού έργου, καθότι θεωρείται ότι δεν εμπλέκονται ουσιαστικά σε αυτό και, επομένως, δεν μπορούν ή αδυνατούν να το ελέγξουν.

3) Η περίπτωση του Σώματος Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας (ΣΕΥΥΠ): Ο Κοινωνιολόγος ως Επιθεωρητής.
Η στελέχωση του ΣΕΥΥΠ αποτελεί εξαίρεση στην παραπάνω πρακτική και στη στελέχωση του Τομέα Ελέγχου Φορέων Πρόνοιας περιλαμβάνονται και οι απόφοιτοι Κοινωνιολογίας για τις θέσεις των Κοινωνικών Επιθεωρητών. Η δυνατότητα αυτή, σε συνδυασμό με τη διακριτή λειτουργία του επαγγελματία Κοινωνιολόγου, που συνδέεται με μια δομιστική αντίληψη της δημόσιας διοίκησης και των φορέων και υπηρεσιών της, επανατοποθετούν τη διαφθορά στο ευρύτερο πλαίσιο της παραβίασης των ηθικών και νομικών κανόνων και συγκεκριμενοποιούν το παραγόμενο ελεγκτικό έργο ως προς τη σχέση  της κακοδιοίκησης με τη διαφθορά.

Η συγκεκριμενοποίηση του ελεγκτικού έργου από την πλευρά του Κοινωνιολόγου- Επιθεωρητή αποτελεί συνέπεια του προσδιορισμού της ελεγκτικής διαδικασίας ως μέσου κοινωνικού ελέγχου. Στο πλαίσιο αυτό η ελεγκτική διαδικασία αποσκοπεί στη «διαπίστωση της συμβατής ή μη σχέσης του ισχύοντος κανονιστικού πλαισίου (νόμος, υπουργική απόφαση, οργανισμός λειτουργίας, εσωτερικός κανονισμός) με τις συνθήκες που διαμορφώνουν την καθημερινότητα των σχέσεων και των λειτουργιών σε μια οργανική μονάδα, εν προκειμένω ένα φορέα υγείας ή πρόνοιας του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα, βάσει των οποίων καθορίζεται η συμπεριφορά των δημόσιων λειτουργών και των διοικητικών οργάνων» (Σ. Νιώτη, 2016).

Στην περίπτωση του διοικητικού ελέγχου, σε κλιμάκια του οποίου μετέχει ο Κοινωνιολόγος- Επιθεωρητής, σκοπός των συμπερασμάτων και των προτάσεων που κατατίθενται προς υλοποίηση είναι η προσδοκία της μεταβολής συμπεριφορών και λειτουργιών που αξιολογούνται ότι αποκλίνουν από το θεσμικό πλαίσιο. Στην περίπτωση της ένορκης διοικητικής εξέτασης και της προκαταρκτικής εξέτασης, σε κλιμάκια των οποίων επίσης μετέχει ο Κοινωνιολόγος- Επιθεωρητής, οι διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα συνδέονται με τη διαπίστωση πειθαρχικών παραπτωμάτων και ποινικών ευθυνών, εφόσον διαπιστώνεται ότι συγκεκριμένες λειτουργίες, συμπεριφορές ή πράξεις εμμένουν σ’ ένα πλαίσιο παρατυπίας ή παραβατικότητας, με πειθαρχικές ή ποινικές διαστάσεις.

4) Η ελεγκτική διαδικασία και οι μέθοδοι της ποιοτικής έρευνας.
Η ελεγκτική διαδικασία, επομένως και η προκαταρκτική εξέταση,  από την άποψη της μεθοδολογίας, εμπίπτουν στην κατηγορία της διεπιστημονικής έρευνας, «γιατί διάφοροι ειδικοί [σ: διοικητικοί υπάλληλοι-νομικοί, πολιτικοί επιστήμονες, κοινωνιολόγοι, μηχανικοί, μηχανολόγοι, κ.ά.- και υγειονομικοί υπάλληλοι-γιατροί, φαρμακοποιοί, επαγγελματίες υγείας] αποδέχονται κοινές υποθέσεις εργασίας και κοινές ερευνητικές μεθόδους και καταλήγουν στην παρουσίαση κοινών πορισμάτων» (Χ. Ζαραφωνίτου, 1995:17). Οι μέθοδοι και οι τεχνικές που εφαρμόζονται για τη συλλογή των στοιχείων εντάσσονται στα εργαλεία της ποιοτικής έρευνας, γιατί αυτό που στην πραγματικότητα ζητείται είναι η διαπίστωση, η ερμηνεία και η εξήγηση, προκειμένου να απαντηθούν τα ερωτήματα «τι έχει συμβεί, πως και γιατί;», από ποιους (J. Mason, 2003:22-25).

Η συλλογή των στοιχείων, σε πολλές περιπτώσεις, ακολουθεί τους κανόνες παραγωγής ποιοτικών δεδομένων, με κύριες τεχνικές την παρατήρηση, στην οποία στηρίζονται η αυτοψία και ο επιτόπιος έλεγχος, τη συνέντευξη, που, ειδικά στις περιπτώσεις της Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης και της Προκαταρκτικής Εξέτασης, λαμβάνει τη μορφή της ένορκης ή ανωμοτί εξέτασης μαρτύρων, και τα γραπτά ή οπτικά τεκμήρια, κυρίως τις υπουργικές αποφάσεις, τις εγκυκλίους, τα ενδοϋπηρεσιακά έγγραφα, τα αρχεία, τα βιβλία και τα μητρώα του ελεγχόμενου φορέα, αλλά και φωτογραφικό ή άλλο έντυπο υλικό που αυτός χρησιμοποιεί ή διατηρεί.

Η χρήση των παραπάνω στοιχείων, στο πλαίσιο της ελεγκτικής διαδικασίας, διέπεται από οντολογικές και επιστημολογικές θέσεις και προσεγγίσεις που συναντώνται ευρύτερα στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, ακριβώς επειδή αποδίδεται κεντρική σημασία στις διαδράσεις, τις πράξεις, τις συμπεριφορές, τις ερμηνείες και τις ενέργειες που συνθέτουν το πλέγμα των τυπικών και άτυπων διαδικασιών και σχέσεων που διαμεσολαβούνται σε θεσμοθετημένες δομές. Το αποτέλεσμα της ελεγκτικής διαδικασίας, όπως αποτυπώνεται στις εκθέσεις ελέγχου ή τις αιτιολογικές εκθέσεις, αναφέρεται σε έναν αναλυτικό, αποδεικτικό και επεξηγηματικό λόγο.

5) Επίλογος: Η συμβολή του Κοινωνιολόγου στην ελεγκτική διαδικασία για την αντιμετώπιση της κακοδιοίκησης και της διαφθοράς.
Η επιστημονική ενασχόληση του Κοινωνιολόγου με ολιστικά φαινόμενα, όπως η κοινωνική δομή και τα πλέγματα των τυπικών και άτυπων σχέσεων που αναπτύσσονται περί αυτή, αποτελεί το βασικό και διαφοροποιητικό στοιχείο της λειτουργίας του σε έναν ελεγκτικό μηχανισμό. Ο Κοινωνιολόγος μπορεί να αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει τον ελεγχόμενο φορέα ως δομή και να διενεργεί τον έλεγχο με ολιστική αντίληψη, εξετάζοντας παράλληλα το θεσμικό πλαίσιο, την οργάνωση, τη διοίκηση, τη στελέχωση, την οικονομική διαχείριση, το εργασιακό πλαίσιο και περιβάλλον, την πληρότητα και επάρκεια των παρεχόμενων υπηρεσιών, καταλήγοντας σε διαπιστώσεις, συμπεράσματα και προτάσεις σχετικά με την επάρκεια, την τήρηση της νομιμότητας και της εύρυθμης λειτουργίας ή της ικανότητας προσαρμογής σε νέες συνθήκες ή θεσμικές ρυθμίσεις. Με αυτό τον τρόπο, η διασύνδεση και η από κοινού εξέταση της κακοδιοίκησης και της διαφθοράς, και της μεταξύ τους σχέσης, καθιστούν πιο εφικτή την αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης και τη ρύθμιση της τυπικής συμπεριφοράς των δημόσιων λειτουργών και των διοικητικών οργάνων.

Εν τέλει, η εμπειρία από τη λειτουργία του Κοινωνιολόγου- Επιθεωρητή στο ΣΕΥΥΠ ενισχύει τα επιχειρήματα για τη στελέχωση των ελεγκτικών σωμάτων και με αποφοίτους Κοινωνιολογίας, ώστε το παραγόμενο ελεγκτικό έργο να απαντά διεξοδικά στις συνθήκες που δημιουργούν τα φαινόμενα της κακοδιοίκησης και της διαφθοράς στη δημόσια διοίκηση, με σκοπό τη δραστική αντιμετώπισή τους.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

·       Ζαραφωνίτου, Χ. (1995) Εμπειρική Εγκληματολογία, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα.
·       Mason, J. (2003) Η διεξαγωγή της ποιοτικής έρευνας, μτφρ. Ε. Δημητριάδη, επ. επιμ. Ν. Κυριαζή, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
·       Νιώτη, Σ. (Μάιος 2016) Η προκαταρκτική εξέταση και ο ρόλος του ειδικού ανακριτικού υπαλλήλου: Η εμπειρία από το ΣΕΥΥΠ, εισήγηση στο συνέδριο «Εξουσίες, Επιστημονική Ουδετερότητα και Εγκληματολογικός Λόγος, 50 Χρόνια Howard Becker: “Whose side are we on?”», Ελληνική Εταιρεία Μελέτης του Εγκλήματος και του Κοινωνικού Ελέγχου (ΕΕΜΕΚΕ).




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου