Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

H εξέταση αιτημάτων ασύλου και ο ρόλος του Κοινωνιολόγου.

Της Στέλλας Νιώτη,
μέλους συνδυασμού "Προοπτική για την Κοινωνιολογία".


Η εξέταση αιτημάτων ασύλου από τις αρχές της Ελλάδας είναι μια διαδικασία στην οποία μόλις τα τελευταία χρόνια, από το 2013 και μετά, με τον Ν. 3907/2011 και το Π.Δ. 113/2013, εμπλέκονται, κυρίως, πολιτικοί υπάλληλοι. Η Υπηρεσία Ασύλου και η Αρχή Προσφυγών συστάθηκαν με τη μορφή δημοσίων υπηρεσιών- Διευθύνσεων στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (και σήμερα στο υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής) και στο οργανόγραμμά τους περιλαμβάνονται δύο κύριοι κλάδοι, των χειριστών (Α βαθμός- Υπηρεσία Ασύλου) και των εμπειρογνωμόνων- εισηγητών (Β βαθμός- Αρχή Προσφυγών). Οι δύο κλάδοι στελεχώνονται από πτυχιούχους νομικής, κοινωνιολογίας, κοινωνικής ανθρωπολογίας, ψυχολογίας, διοικητικής επιστήμης, κοινωνικής εργασίας κ.ά. Παρά το γεγονός, λοιπόν, ότι θέσεις Κοινωνιολόγων δεν περιλαμβάνονται ούτε προβλέπονται ρητά στα οργανογράμματα αυτών των υπηρεσιών, υπηρετούν λίγοι Κοινωνιολόγοι, κυρίως, ως εμπειρογνώμονες- εισηγητές στην Αρχή Προσφυγών.

Το βασικό πλαίσιο του θέματος, όπως αναφέρεται και στον τίτλο, είναι η εξέταση του ρόλου του Κοινωνιολόγου στην Υπηρεσία Ασύλου και την Αρχή Προσφυγών. Η προσέγγιση του θέματος επιχειρείται από την περιγραφή του αντικειμένου των χειριστών και των εμπειρογνωμόνων- εισηγητών, τις απαιτήσεις και τις δεξιότητές των ρόλων, τα εργαλεία των υπηρεσιών και τις δυσχέρειες που προκύπτουν στην εξέταση αιτημάτων ασύλου, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις επιστημόνων και επαγγελματιών που δεν διαθέτουν το ειδικό γνωστικό ή γνωσιακό υπόβαθρο της Κοινωνιολογίας. Ακολούθως, τα αντικείμενα των παραπάνω υπηρεσιών επιχειρείται να συνδεθούν με τις μεθόδους της ποιοτικής έρευνας και για τον λόγο αυτό εξετάζονται τα ειδικότερα ζητήματα που ανακύπτουν σχετικά με την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των πηγών και των ισχυρισμών των αιτούντων άσυλο, στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων δημόσιων λειτουργών που, στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν είναι Κοινωνιολόγοι.

Η εξέταση αιτημάτων ασύλου, στον Α και Β βαθμό, δεν αποτελεί μια τυπική διαδικασία, εφόσον εμπλέκει τον αιτούντα άσυλο και τον δημόσιο λειτουργό και προϋποθέτει τη διαρκή αλληλόδρασή τους, σε όλα τα στάδια της, μέχρι την απόφαση ή την εισήγηση προς την επιτροπή, στην Αρχή Προσφυγών. Βασικά εργαλεία στην εξέταση αιτημάτων ασύλου αποτελούν η συνέντευξη και η έρευνα για την αναζήτηση στοιχείων και πληροφοριών σχετικά με τις συνθήκες στις χώρες προέλευσης των αιτούντων άσυλο (Country Original Information-COI). Η συνέντευξη με τον αιτούντα και η έρευνα για τις χώρες καταγωγής (COI) δεν αποτελούν συνήθεις διοικητικές διαδικασίες και για τον λόγο αυτό προβλέπεται η διαρκής εκπαίδευση και ενημέρωση του υπηρετούντος προσωπικού. Παρά το γεγονός ότι η υπηρεσιακή εκπαίδευση, μέσω της οποίας αποκτούνται και καλλιεργούνται οι δεξιότητες του υπηρετούντος προσωπικού, και η διαρκής εμπειρία του αντικειμένου καλύπτουν, σε ένα βαθμό, βασικές γνωστικές ελλείψεις ή ανεπάρκειες, εν τούτοις δεν μπορεί να μη διαπιστωθούν είτε τα κενά και οι παραλείψεις που οφείλονται στη μη κατανόηση των μεθόδων και των εργαλείων, είτε, από την άλλη, η περιορισμένη ικανότητα του χειρισμού εξαιτίας της μη εμβάθυνσης στα εργαλεία της κοινωνιολογικής μεθόδου και της ποιοτικής έρευνας.

Η συνέντευξη με τον αιτούντα άσυλο και η έρευνα πληροφοριών στις χώρες καταγωγής (COI) στηρίζονται στις μεθόδους της ποιοτικής έρευνας, τη συνέντευξη και την ανάλυση περιεχομένου και λόγου. Η ικανότητα του συνεντευκτή- χειριστή να περνά από τη δομημένη, στην ημιδομημένη συνέντευξη και τον ελεύθερο διάλογο με τον αιτούντα άσυλο, προκειμένου να ακούσει και να κατανοήσει τη βάση των ισχυρισμών  του, σχετικά με τους λόγους εξαιτίας των οποίων εγκατέλειψε την χώρα του, και ταυτόχρονα να αποφασίσει για την αξιοπιστία τους, ελέγχοντας την εσωτερική συνοχή του λόγου και την αληθοφάνεια των επιχειρημάτων προϋποθέτει ενδελεχή γνώση και εμβάθυνση στις μεθόδους της ποιοτικής έρευνας και, ειδικότερα, την ανάλυση λόγου. Σε αντίστοιχο πλαίσιο, η έρευνα πληροφοριών στις χώρες καταγωγής (COI) προϋποθέτει την βαθειά γνώση και την αποκτημένη δεξιότητα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των χρησιμοποιούμενων πηγών. Το γεγονός ότι οι υπηρεσίες παρέχουν στους χειριστές και τους εμπειρογνώμονες- εισηγητές τις βασικές κατευθύνσεις τόσο για τα είδη των πηγών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν όσο και για την εκτίμηση της αξιοπιστίας των στοιχείων και των πληροφοριών τους δεν διευκολύνει, σε όλες τις περιπτώσεις των εξεταζομένων υποθέσεων, την αξιολόγησή τους, καθότι απουσιάζει η βασική γνώση της μεθόδου. Η ορθή αξιολόγηση της αξιοπιστίας των πηγών και των πληροφοριών αποτελεί μια πρόσθετη δυσχέρεια, ιδίως στις περιπτώσεις χωρών για τις οποίες δεν υπάρχουν επαρκή διαθέσιμα στοιχεία και η έρευνα για την αναζήτησή τους θα πρέπει να επεκταθεί και σε άλλους συνδέσμους. Σε αυτές τις περιπτώσεις η κρίση του χειριστή ή του εμπειρογνώμονα-εισηγητή αποτελεί το καθοριστικό στοιχείο και θα πρέπει να στηρίζεται σε ένα αποκτηθέν γνωστικό ή γνωσιακό υπόβαθρο. Αντίστοιχες δυσχέρειες προκύπτουν σε εξεταζόμενες υποθέσεις που ο βασικός ισχυρισμός και η «απόδειξη» του βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης δεν αφορά τους «πέντε λόγους» της Σύμβασης της Γενεύης-διώξεις για λόγους πολιτικών, θρησκευτικών, φύλου ( ή σεξουαλικού προσανατολισμού), εθνικότητας ή ένταξης σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα-, αλλά ωστόσο πρέπει να εξεταστεί, γιατί ενδεχόμενα αποτελεί λόγο δίωξης, θεωρούμενη σε ένα σημασιολογικό ευρύτερο πλαίσιο, και δεν υπάρχουν διαθέσιμες αξιόπιστες πηγές ή στοιχεία. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο ρόλος του χειριστή ή του εμπειρογνώμονα- εισηγητή δυσχεραίνεται, ιδιαιτέρως αν δεν υπάρχει εξειδικευμένο γνωστικό υπόβαθρο.

Συνεχίζοντας την καταγραφή των δυσχερειών που προκύπτουν στην εξέταση αιτημάτων ασύλου έχει σημασία να αναφερθεί η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του αιτούντα συσχετιζόμενη με τις πληροφορίες που αντλήθηκαν από την έρευνα για την χώρα καταγωγής τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Η ταυτοποίηση των στοιχείων, των πληροφοριών και των ισχυρισμών του αιτούντα άσυλο, σχετικά με την προσωπική του κατάσταση, την εθνικότητα, τις υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες ζωής του στην χώρα καταγωγής, καθώς και τον φόβο να διωχθεί από τις αρχές της, εξαιτίας του οποίου την εγκατέλειψε, είναι ζητήματα που απασχολούν τον χειριστή, του Α βαθμού, και τον εμπειρογνώμονα-εισηγητή, του Β βαθμού, ιδίως στο τελικό στάδιο της διαδικασίας, όπου θα πρέπει να διαπιστωθεί η εσωτερική συνοχή, η αληθοφάνεια και η αξιοπιστία του λόγου του, που θα καταλήξει σε μια επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση ή εισήγηση.

Η εξέταση των αιτημάτων ασύλου εμπλέκει, ή θα έπρεπε να περιλαμβάνει και να εμπλέκει τον Κοινωνιολόγο σε όλα τα στάδια, στον Α και Β βαθμό εξέτασης, τη συνέντευξη, την έρευνα για τις πληροφορίες της χώρας καταγωγής (COI), την απόφαση και την εισήγηση προς την επιτροπή του Β βαθμού, την Αρχή Προσφυγών, δεδομένου ότι οι διαδικασίες αυτές, όπως αναλύθηκε παραπάνω, στηρίζονται στα εργαλεία της κοινωνιολογικής μεθόδου και ειδικότερα την ποιοτική έρευνα. Η απασχόληση του Κοινωνιολόγου σε αυτά τα αντικείμενα-πεδία συνδέεται αφενός με τη διασφάλιση της ορθής κρίσης και της δίκαιης αξιολόγησης των εξεταζόμενων υποθέσεων, όσο και με τον ευρύτερο σχεδιασμό των υπηρεσιών Ασύλου και της Αρχής Προσφυγών, ειδικά κατά το σκέλος της οργάνωσης των δικτύων και των συνδέσμων παροχής αξιόπιστων στοιχείων και πληροφοριών από τις χώρες καταγωγής, όπως άλλωστε συμβαίνει σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου λειτουργούν οργανωμένες υπηρεσίες πληροφοριών για τις χώρες καταγωγής (COI). Ειδικότερα η απασχόληση Κοινωνιολόγων και Κοινωνικών Ανθρωπολόγων στον τομέα των πληροφοριών για τις χώρες καταγωγής και η ενασχόλησή τους με τα πεδία της ποιοτικής έρευνας μπορούν να παράσχουν αποτελεσματικά εργαλεία τόσο για τη διευκόλυνση της προσαρμογής και της κοινωνικής ένταξης των προσφύγων στην χώρα καταφυγής, όσο και για τη μετεγκατάστασή τους, εφόσον ή οποτεδήποτε αυτό κριθεί ασφαλές, στις χώρες καταγωγής.

Η απασχόληση του Κοινωνιολόγου στις υπηρεσίες Ασύλου και της Αρχής Προσφυγών μπορεί επίσης να λειτουργήσει ως διάμεσο για την υποβοήθηση των όρων κοινωνικής ένταξης των ατόμων στα οποία χορηγείται καθεστώς ασύλου ή επικουρικής προστασίας, για όσο χρονικό διάστημα κριθεί ότι συντρέχει ο βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος ότι θα υποστούν διώξεις αν επιστρέψουν στις χώρες καταγωγής. Στο βαθμό που οι υπηρεσίες Ασύλου και της Αρχής Προσφυγών αποτελούν τους βασικούς σταθμούς στη διαδικασία της νόμιμης παραμονής των προσφύγων στην χώρα μπορούν να οργανωθούν, στελεχωμένες με Κοινωνιολόγους, Κοινωνικούς Ανθρωπολόγους, Κοινωνικούς Ψυχολόγους και επαγγελματίες της πρώτης γραμμής (Κοινωνικούς Λειτουργούς), ώστε να σχεδιάζουν και να κατευθύνουν τη διοχέτευσή τους σε παρεχόμενες υπηρεσίες κοινωνικής, εργασιακής, εκπαιδευτικής, υγειονομικής και πολιτιστικής ένταξης.


Καταλήγοντας η απασχόληση του Κοινωνιολόγου με τους πρόσφυγες, στην υπηρεσία Ασύλου και την Αρχή Προσφυγών, αφορά, κατ’ ουσία, όλα τα στάδια, από την εξέταση των αιτημάτων ασύλου, με τη συνέντευξη, τις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής, την απόφαση ή την εισήγηση, την κοινωνική ένταξη, την προσαρμογή ή τη μετεγκατάσταση, στο βαθμό που οι διαδικασίες αυτές δεν περιορίζονται στον προϊόν της δίκαιης (ή δικαιϊκής) απόφασης, αλλά συνεξετάζουν τους υποκειμενικούς και αντικειμενικούς παράγοντες της υπόθεσης, κατ’ εφαρμογήν ενός, ουσιαστικά, εθιμικού δικαίου που χαίρει της διεθνούς αναγνώρισης και έχει εγκριθεί από 116 χώρες μέλη του ΟΗΕ, όπως η Συνθήκη της Γενεύης. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου