Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Ο ρόλος του Εγκληματολόγου στη Πρόληψη της Εξαρτητικής Συμπεριφοράς, την Αγωγή και Προαγωγή της Ψυχοκοινωνικής Υγείας.

Του Παναγιώτη Τριανταφύλλου,
μέλους συνδυασμού "προοπτική για την Κοινωνιολογία".


Εισήγηση  στο Συνέδριο
«Το επάγγελμα του εγκληματολόγου σήμερα:
περιεχόμενο, προκλήσεις και προοπτικές»,
21 & 22 Οκτωβρίου 2011,
Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. 
Δημοσιευμένα πρακτικά σελ. 274 - 281.


Στην Ελλάδα η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας περιλαμβάνει την παραδοσιακή Προληπτική Ιατρική, τη Δημόσια Υγιεινή και την Αγωγή Υγείας. Όλες προϋποθέτουν κουλτούρα πρόληψης των κινδύνων που συνδέονται με την υγεία μέσω της κατάλληλης ανάπτυξης συνείδησης παρέμβασης πριν την εμφάνιση τους, αλλά και για την αποφυγή προβλημάτων υγείας μέσω τακτικών διαγνωστικών ελέγχων, εμβολιασμού για την ανάπτυξη αντισωμάτων και συμπεριφοράς που προστατεύει ή ενισχύει την άμυνα απέναντι στην εκδήλωση ασθενειών.

Στην ψυχοκοινωνική υγεία η Αγωγή και Προαγωγή της συνίσταται στην ανάπτυξη ψυχοσυναισθηματικών αντισωμάτων μέσα από την εκπαίδευση σε προσωπικές και κοινωνικές δεξιότητες του ατόμου προκειμένου να μην υιοθετήσει παρεκκλίνουσες συμπεριφορές όπως η Εξάρτηση από ψυχοτρόπες ουσίες, από κατάχρηση του διαδικτύου, από τον εθισμό σε τυχερά παιχνίδια. Η Εξάρτηση όμως είναι μια παρέκκλιση από την υγιή χρήση αλλά και μια κοινωνική παρέκκλιση που οδηγεί και σε άλλες συμπεριφορές διάρρηξης των κοινωνικών κανόνων και άτυπων κανονιστικών πλαισίων ένταξης.

Η χρήση ναρκωτικών θεωρείται παρεκκλίνουσα συμπεριφορά που όμως δεν εμπίπτει στην δικαιοδοσία του Ποινικού Δικαίου, δεν θεωρείται έγκλημα και κατά συνέπεια ούτε ο χρήστης εγκληματίας, καθώς αποτελεί παρέκκλιση από έναν υγιή τρόπο ζωής που εντάσσει τον χρήστη στην κατηγορία του “ασθενούς”. Η υγεία βέβαια ορίζεται ευρύτερα, καθώς δεν αφορά μόνο στην απουσία βιολογικής ασθένειας, αλλά όπως την ορίζει και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αφορά γενικότερα στην ψυχοκοινωνική υγεία και ευεξία του ατόμου. Διευρύνοντας έτσι την έννοια της υγείας εκτός των ιατροκεντρικών ορισμών της, η Πρόληψη εντάσσεται στο χώρο της υγείας και τα προγράμματα της έχουν ως στόχο την Αγωγή Υγείας. Περνάμε λοιπόν από το διαλεκτικό σχήμα νομοταγής – εγκληματίας στο υγιής – ασθενής.

Η πρόληψη, ως αγωγή και προαγωγή της ψυχοκοινωνικής υγείας, ενισχύει μια θετική στάση ζωής, δημιουργεί έναν μηχανισμό άμυνας σε αρνητικές επιρροές του κοινωνικού περιβάλλοντος, ενώ η ποινική πρόληψη απειλεί το δυνητικό παραβάτη με ποινή, απευθυνόμενη στο φόβο, ενισχύει την αποτροπή. Ο επίσημος κοινωνικός έλεγχος, μέσω της θέσπισης δικαιϊκών κανόνων που περιβάλλονται από την ποινική απειλή της παραβίασης τους, λειτουργεί στο εγκληματοπροληπτικό πεδίο εγκληματοποιώντας συμπεριφορές όπως η κατοχή, χρήση και εμπορία παρανόμων ουσιών. Ο ιατρικοκοινωνικός έλεγχος λειτουργεί στο ψυχοσωματικό πεδίο, ιατρικοποιώντας συμπεριφορές που παρεκκλίνουν από τον θεωρούμενο ως υγιή τρόπο ζωής ενός ψυχοσωματικά υγιή ατόμου. Η εγκληματοποίηση – ιατρικοποίηση του φαινομένου της τοξικομανίας οδηγεί σε διαφορετικές πρακτικές πρόληψης του, που όμως δεν ακυρώνουν αμοιβαία τα αποτελέσματα τους.

Η πρόληψη, που δεν εφαρμόζεται μέσω δικαιϊκών κανόνων, αλλά στη βάση επιστημονικών αρχών και πρακτικών προαγωγής της ψυχοκοινωνικής υγείας, έχει ως θεσμικό μηχανισμό διάδοσης, υποστήριξης και υλοποίησης της, τα, κατά τόπους, Κέντρα Πρόληψης. Τα Κέντρα Πρόληψης εστιάζουν στην πολυπαραγοντική προσέγγιση του φαινομένου των ναρκωτικών και αναλαμβάνουν βάση επιστημονικού προγράμματος, οριοθετημένου χωρικά και χρονικά, την υλοποίηση δράσεων ανά κοινωνική ομάδα – στόχο στην κοινότητα την οποία παρεμβαίνουν.

Καθότι η κοινωνική παρέκκλιση, με όρους υγιούς/σύννομης συμπεριφοράς, είναι ένα φαινόμενο πολυπαραγοντικής προέλευσης, κοινωνικό, ψυχολογικό, πολιτισμικό, τα Κέντρα, που δραστηριοποιούνται για την πρόληψη της, στελεχώνονται με προσωπικό από όλο το χώρο των Κοινωνικών Επιστημών, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς. Στην Ελλάδα τα Κέντρα που υλοποιούν προληπτικές δράσεις, στελεχώνονται από παρόμοιο Επιστημονικό Προσωπικό, εποπτεύονται επιστημονικά από τον ΟΚΑΝΑ και παρεμβαίνουν στις τοπικές κοινωνίες ως Κέντρα Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας.
Βούληση της Πολιτείας είναι, τα υφιστάμενα Κέντρα Πρόληψης με βάση την επικαιροποιημένη, σε σχέση με τις ανάγκες αντιμετώπισης του φαινομένου της εξάρτησης, νομοθεσία του Υπουργείου Υγείας, να μετονομασθούν σε «Κέντρα Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας», διευρύνοντας τις αρμοδιότητές τους και τους σκοπούς τους, που θα αφορούν πλέον, όχι μόνο στην πρόληψη των εξαρτησιογόνων ουσιών, αλλά ευρύτερα, στην πρόληψη κάθε είδους εξαρτητικής συμπεριφοράς και στην προαγωγή της Ψυχοκοινωνικής Υγείας.

Εντασσόμενη στο ορισμένο επιστημονικό και θεσμικό πλαίσιο, η φιλοσοφία των παρεμβάσεων διακρίνεται συνολικά από μια επαγγελματική και κοινωνική δεοντολογία που εστιάζει στην εμπλοκή της κοινότητας και αποτελεί τον οδηγό επιλογής, σχεδιασμού και εφαρμογής των δράσεων ενός Κέντρου Πρόληψης:
Επίπεδο ανάλυσης:
Οικολογική προοπτική (αλληλεξάρτηση των ατόμων, των οικογενειών,                 της κοινότητας, της κοινωνίας σε ένα οργανικό λειτουργικό όλον). 
Εντοπισμός των προβλημάτων:
Βασίζεται στο κοινωνικό πλαίσιο και στην ατομική και πολιτισμική διαφορετικότητα
Φάση παρέμβασης:
 Πρόληψη και Προαγωγή της Ψυχοκοινωνικής Υγείας
Τύπος παρέμβασης:
Αυτοβοήθεια / προσωπική και συλλογική ευαισθητοποίηση – κινητοποίηση / ανάπτυξη της κοινοτικής συνείδησης και ευθύνης / κοινωνική δράση.
Επικέντρωση παρέμβασης:
Κοινωνικές αξίες / δημιουργικές ικανότητες / κοινοτικές δυνατότητες / προσωπικές και κοινωνικές δεξιότητες.
Ρόλος του αποδέκτη υπηρεσιών:
 Εθελοντική ενεργός συμμετοχή.
Ρόλος του επαγγελματία:
Συνεργάτης και αρωγός σε επίπεδο ανθρώπινων πόρων (συλλογική διεπιστημονική εργασία, συμβουλευτική, εκπαίδευση, συμμετοχική έρευνα, αξιολόγηση, προσανατολισμός στην ανάπτυξη ατομικής και συλλογικής ευθύνης, προόδου και αλλαγής).
Τύπος έρευνας:
Διεπιστημονική και προσανατολισμένη στη φιλοσοφία και δράση του Κέντρου Πρόληψης, έρευνα
 Ο εγκληματολόγος στο πλαίσιο αυτό, κατεξοχήν καταρτισμένος σε ένα γνωστικό αντικείμενο που επιστημολογικά ορίζεται ως το πλέον διεπιστημονικό, καλείται να ερευνήσει, σχεδιάσει και υλοποιήσει τις κατάλληλες επιστημονικές δράσεις στη τοπική κοινωνία και να συντονίσει την διεπιστημονική ομάδα στις παρεμβάσεις της.   

Ο εγκληματολόγος κατέχει όλα εκείνα τα μεθοδολογικά εργαλεία προκειμένου να ερευνήσει το φαινόμενο της τοξικοεξάρτησης στην τοπική κοινωνία, αναδεικνύοντας τις ιστορικές, κοινωνικοοικονομικές,  πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, τα χαρακτηριστικά της σύνθεσης του τοπικού πληθυσμού, της αντίστοιχης χωροθέτησης και οικιστικής ανάπτυξης του, που καθιστούν διαφορετικό το μέγεθος και τις συνιστώσες του φαινομένου.  Διαφορετικά  πιθανόν να είναι, ανάλογα με την ιδιαιτερότητα ή την κλίμακα ανάπτυξης του φαινομένου στην τοπική κοινωνία και τα εργαλεία που θα χρησιμοποιηθούν ή στα οποία θα δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην αξιοποίηση τους προκειμένου να οδηγήσουν στην άμβλυνση του φαινομένου, στη μείωση της ζήτησης ναρκωτικών, στην μείωση της εμφάνισης άλλων εξαρτητικών συμπεριφορών και των συναφών κοινωνικών παρεκκλίσεων.

Ο σχεδιασμός των παρεμβάσεων αναφέρεται σε δράσεις ενημέρωσης – ευαισθητοποίησης και κινητοποίησης της ευρύτερης κοινότητας και κύρια, σε εκπαίδευση κοινωνικών και επαγγελματικών ομάδων που αποτελούν φορείς κοινωνικοποίησης του παιδιού και του έφηβου – νέου όπως γονείς, εκπαιδευτικοί, που συναποτελούν με τους μαθητές την ευρύτερη σχολική κοινότητα, ιερείς, στρατιωτικοί, φορείς της προστασίας της έννομης τάξης όπως αστυνομικοί, δημοσιογράφοι καθώς και εργαζόμενοι σε χώρους ψυχαγωγίας.

 Η ενδυνάμωση των φορέων κοινωνικοποίησης του παιδιού και του έφηβου νέου αναφέρεται σε εκπαίδευση τους στην άσκηση άτυπου κοινωνικού ελέγχου. Κυρίαρχο εργαλείο εσωτερίκευσης του από την τελική ομάδα στόχο των παρεμβάσεων, τα παιδιά και τους έφηβους νέους, αποτελούν οι σύγχρονες ψυχοπαιδαγωγικές μέθοδοι.  Η ανάπτυξη προσωπικών και κοινωνικών δεξιοτήτων αφορά στην ενίσχυση τρόπων υγιούς προσαρμογής στο τυπικό και άτυπο κανονιστικό πλαίσιο, τις κοινωνικές προσδοκίες και αναπαραστάσεις για το υγιή παιδί και έφηβο νέο. Ο στόχος της ομαλής μετάβασης στην ενήλικη ζωή, στην κοινωνικά επιθυμητή εξελικτική ανάπτυξη του παιδιού και του έφηβου – νέου, στην προσδοκώμενη υγιή συμπεριφορά, επιτυγχάνεται μέσω της εκμάθησης δεξιοτήτων επικοινωνίας, ψυχοσυναισθηματικής έκφρασης, αυτόβουλης δράσης, προσδιορισμού στόχων εντός του πλαισίου των κυρίαρχων κοινωνικών αξιών, απόκτησης μιας ενήλικης κοινωνικής ταυτότητας που δομείται από το κυρίαρχο σύστημα αξιών και την επιθυμητή, υγιή κοινωνική συμπεριφορά που δεν παρεκκλίνει ή  παραβιάζει τις κοινωνικές προσδοκίες και αναπαραστάσεις περί του ομαλού και υγιούς. Στόχος είναι η εκμάθηση και ενίσχυση υγιών τρόπων συμπεριφοράς, κοινωνικά αποδεκτών, συμβατών με τις κυρίαρχες κοινωνικές αξίες, ώστε να προλαμβάνονται παρεκκλίνουσες συμπεριφορές όπως η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών.

Όταν λοιπόν, το άτομο δεν καταφέρνει να προσανατολίσει τη δράση του σύμφωνα με τις κυρίαρχες κοινωνικές αξίες και νόρμες, αποτυγχάνει να δημιουργήσει μια θετική εικόνα εαυτού και παρουσιάζει συμπτώματα συναισθηματικής αποστέρησης. Μειωμένη αυτοεκτίμηση, άγχος, μοναξιά, καταθλιπτικά συμπτώματα είναι ψυχολογικά προβλήματα που κάνουν το άτομο πιο ευάλωτο στην αναζήτηση «υποστηρικτικών» ουσιών.

Συνεπώς, ως κύριος στόχος του προγράμματος δράσεων ενός Κέντρου Πρόληψης τίθεται η εκπαίδευση των ατόμων – μελών της τοπικής κοινωνίας στους τρόπους επικοινωνίας, ανάπτυξης ουσιαστικών κοινωνικών σχέσεων πέρα των καθαρά χρηστικών και απόκτησης βασικών στάσεων και δεξιοτήτων που ενισχύουν το άτομο στην άρνηση οποιουδήποτε εξαρτητικού προτύπου συμπεριφοράς.

Βασική προϋπόθεση για την υλοποίηση των δράσεων – προληπτικών παρεμβάσεων στις ομάδες – στόχους αποτελεί η ανάπτυξη της ανάλογης μεθοδολογίας. Στην υλοποίηση των προγραμμάτων  χρησιμοποιείται η ενεργός μάθηση και οι βιωματικές μέθοδοι κατά κύριο λόγο. Μέσω αυτών, οι συμμετέχοντες δεν είναι παθητικοί δέκτες – ακροατές, αλλά διαδραματίζουν ενεργητικό ρόλο. Οι μέθοδοι βασίζονται στην εργασία κατά ομάδες μικρές ή μεγαλύτερες, σε ασκήσεις και χρήση ομαδικού, δραματοποιημένου παιχνιδιού. Με αυτόν τον τρόπο, διευκολύνεται η έκφραση συναισθημάτων, σκέψεων, αναγκών, και προάγεται η ποθούμενη επικοινωνία. Καθώς αυτές οι μέθοδοι βασίζονται στην επεξεργασία στάσεων και συμπεριφορών, μπορούν να βοηθήσουν τα άτομα να προβληματιστούν, να αναρωτηθούν, να μετακινηθούν.

Πρώτα απ’ όλα όμως η επεξεργασία στάσεων και συμπεριφορών προϋποθέτει γνώση των παραγόντων που οδηγούν στη διατήρηση ή αλλαγή τους. Η αξιοποίηση του Εγκληματολόγου σε ένα κέντρο πρόληψης αφορά στη γνώση του για το πολυπαραγοντικό φαινόμενο της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς και η έρευνα, ο σχεδιασμός και η εφαρμογή ενός Προγράμματος Πρόληψης συνίσταται ακριβώς στην στρατηγική αξιοποίηση των δομών, των φορέων και των κοινωνικών ομάδων, που συμβάλλουν στην ομαλή κοινωνική ένταξη των νέων, μέσω της υποστήριξης, ενδυνάμωσης και αλλαγής αυτών.

Η διεπιστημονική στελέχωση των Κέντρων δίνει τη δυνατότητα στον Εγκληματολόγο να συνεργαστεί με τον Ψυχολόγο, τον Κοινωνικό Λειτουργό, τον Κοινωνιολόγο σε όλα τα στάδια υλοποίησης του Προγράμματος Πρόληψης, ενώ η ευρύτητα στην επιστημονική προσέγγιση του γνωστικού του αντικειμένου, η κατανόηση του πολυπαραγοντικού φαινομένου της κοινωνικής παρέκκλισης, του πλουραλισμού στην διερεύνηση, εντοπισμό, αναγνώριση των ευρύτερων και ειδικότερων αναγκών των πλαισίων κοινωνικής ένταξης, του παρέχει ίσως περισσότερες δυνατότητες επιτυχούς συντονισμού της διεπιστημονικής ομάδας εργασίας.

Η πολυετής εργασιακή μου εμπειρία ως Επιστημονικού Στελέχους και στη συνέχεια Επιστημονικά Υπεύθυνου του Κέντρου Πρόληψης Αχαρνών «Διέξοδος» κατέδειξε τη δυνατότητα αξιοποίησης των εγκληματολογικών γνώσεων μου σε ένα χώρο που προνομιακά στελεχώνεται από Επιστήμονες της ψυχικής υγείας. Η επαγγελματική επιτυχία κάποιου που αυτοπροσδιορίζεται ως εγκληματολόγος, δεν συνίσταται μόνο στην αντίστοιχη θεσμική κατοχύρωση του στις προκηρύξεις θέσεων που εμπίπτουν στην ειδικότητα του αλλά και στην υπεύθυνη αξιοποίηση των γνώσεων και δεξιοτήτων του που τον καθιστούν  αξιόλογο Επιστήμονα και Εργαζόμενο.




ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
 
·       Γεωργάκας Π., Εξαρτήσεις : η έκφραση μιας ατομικής, οικογενειακής και κοινωνικής δυσλειτουργίας. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2005.
·       Κουκουτσάκη Αφροδίτη, Χρήση ναρκωτικών, ομοφυλοφιλία : συμπεριφορές μη συμμόρφωσης μεταξύ ποινικού και ιατρικού ελέγχου. 1η έκδ., Κριτική, Αθήνα, 2002.
·       Λοϊζου Μ., Σημειώσεις για την Κοινωνιολογία της Υγείας ΙΙ, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 1995.
·       Mendes Fernando et al., Family relationships and primaty prevention of drug use in early adolescence. IREFREA European Commission, Coimbra, 1999.
·       Morgan Mark, Drug use prevention. An overview of research. St. Patrick’s college, November 2001.
·       Rosenbaum P. Dennis, Community Crime prevention. Does it work? Sage Criminal Justice System Annuals, vol. 22, London, 1986.
·       Χουρδάκη Μ., Ναρκωτικά – Πρόληψη. Πρωτογενής τομέας. Σύγχρονη ΕποχήΑθήνα, 1995.
·       Wenk Ernst A., Delinquency prevention and the schools : emerging perspectives.             Sage, Beverly Hills, 1976

ΑΡΘΡΑ

·       Alan J. Byron, «Πρόγραμμα Αγωγής Υγείας σε Σχολεία και στη Κοινότητα», Το τρίγωνο της συνάντησης. Ουσία -  Περιβάλλον – Προσωπικότητα. Το φαινόμενο της ουσιοεξάρτησης, ΕΕΤΑΑ, Αθήνα, 1995, σσ. 101-117.
·      Bergeret, J., «Ουσιοεξάρτηση και Πρωτογενής Πρόληψη», μτφρ. Κέντρο Εκπαίδευσης για την Πρόληψη της χρήσης ναρκωτικών και την προαγωγή της υγείας, Bulletin Liasion CNDT, 17, 1991, σσ. 21-26.
·       Γκότσης Η., «Η φιλοσοφία των προγραμμάτων πρόληψης και η ένταξή τους στις τοπικές κοινωνίες : μια κοινωνιολογική προσέγγιση, βασισμένη στη Συστημική θεωρία», εις: 4η Πανελλαδική συνάντηση Φορέων Πρόληψης, “Πρόσω ολοταχώς στη ζωή”. Ηράκλειο Κρήτης 24-27 Οκτωβρίου 2000, Πανελλαδικό Δίκτυο Φορέων Πρόληψης – Δήμος Ηρακλείου – Κέντρο Συμβουλευτικής Αγωγής Νέων (ΚΕ.Σ.Α.Ν.) – Κέντρο Πρόληψης, Ηράκλειο, 2000, σσ. 33-51.
·       Coggans N., Shewan D., Henderson M. and Davies, J. B., The Impact of School-based Drug Education, in British Journal of Addiction, 86:9, 1991, pp. 1099-1109
·       Ζαφειρίδης Φ., «Η πρόληψη της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών ως κοινωνική και πολιτική ευθύνη», εις : Ημερίδα ΚΕΔΚΕ - Κέντρο Πρόληψης ΠΥΞΙΔΑ ‘’Η Μείωση της ζήτησης ναρκωτικών και ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης: Το παράδειγμα των Κέντρων Πρόληψης’’, Πρακτικά, 30 – 31 Νοεμβρίου 2001, Θεσσαλονίκη, 2001.
·     Karienne Stovell ed., «Prevention Programs for Youth», A Guide to Outcomes Evaluation, Best Practices, and Successful Funding, BHR Press, 1998, pp. 1-17.
·       Κασαπίδου Ζ., Τσιλιβίγκου Μ., «Η επεξεργασία της ψυχικής δυσφορίας ως “περιεχόμενο” των προγραμμάτων πρόληψης και αγωγής υγείας», εις : 9° Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχολογικής Έρευνας, 21-24 Μαΐου 2003, Ελληνική Ψυχολογική Εταιρεία, Ρόδος, 2003.
·   Λαµπροπούλου Ε., «Κοινοτισµός και κοινοτική πρόληψη: Το "νέο παράδειγµα" στην αντεγκληµατική πολιτική;», Τιµ.Τόµ. για την Αλίκη Γιωτοπούλου - Μαραγκοπούλου, Τόµος Α΄, 2003, σσ 777-797.
·  Μάτσα Κ., «Εφηβεία και Ουσίες. Έλλειμμα κοινωνικοποίησης ή ο τεχνητός πολλαπλασιασμός της ατομικότητας», Τετράδια Ψυχιατρικής, 57, 1997, 9-26
·   Παπανδρέου Π., Τουλούμη Γ., Πουλούπουλος Χ., «Εγκατάλειψη του σχολείου, χρήση ουσιών και παραβατικότητα», Εξαρτήσεις, 4, 2003, σσ. 25-44.
·  Παραλαίμου Ζ., «Αξιολόγηση των δυσκολιών και αναγκών των Κέντρων Πρόληψης ΟΚΑΝΑ - Τοπικής Αυτοδιοίκησης», 4η Πανελλαδική Συνάντηση Φορέων Πρόληψης, ο.π., σσ. 157-163.
·       Tannahill Andrew, “What is health promotion”, Health Education Journal, 44:4, 1985.
·       Τούντας Γ.Κ.,  «Προαγωγή Υγείας», 2002, URL: http://asclepieion.mpl.uoa.gr,
·      Χαλκιά Γ., «Κύριες Θεωρητικές Έννοιες και Ιστορική Εξέλιξη της Έννοιας της Πρόληψης», Το τρίγωνο της συνάντησης, ο.π., σσ. 85-100


ΑΛΛΑ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

·   Dr. Jaap van der Stel, Dedorah Voordewind, Ομάδα ΠομπιντούΣυμβούλιο της Ευρώπης, Jelinek Consultancy, Εγχειρίδιο Πρόληψη: Οινοπνευματώδη, Ναρκωτικά και Καπνός. Κέντρο Εκπαίδευσης για την Πρόληψη της Χρήσης Ναρκωτικών και την Προαγωγή της Υγείας (Ε.Π.Ι.Ψ.Υ - Ο.ΚΑ.ΝΑ.),  μτφρ. Καλομοίρης Γ., Ε.Π.Ι.Ψ.Υ, Αθήνα, 1999.












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου