Προς την Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων
κ. Νίκη Κεραμέως
Κοινοποίηση:
Υφυπουργό καθ. κ. Βασίλη Διγαλάκη
Υφυπουργό κ. Σοφία Ζαχαράκη
Γενικό Γραμματέα Ανώτατης Εκπαίδευσης κ. Αποστόλη
Δημητρόπουλο
Γενική Γραμματέα Πρωτοβάθμιας και
Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης: κ. Αναστασία Γκίκα
Αξιότιμη κ. Υπουργέ,
Το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο του
Υπουργείου Παιδείας, μεταξύ άλλων προβλέπει και την αντικατάσταση της
Κοινωνιολογίας με τα Λατινικά ως εξεταζόμενο μάθημα των Πανελλαδικών εξετάσεων.
Επί της συγκεκριμένης αυτής εξέλιξης, το ΔΣ της Ελληνικής Κοινωνιολογικής
Εταιρείας, καθώς και όσοι εκπρόσωποι Πανεπιστημιακών και Ερευνητικών
Ιδρυμάτων υπογράφουν το παρόν κείμενο διατυπώνουν τους ακόλουθους
προβληματισμούς και σκέψεις:
1.
Αντιλαμβανόμαστε ότι τα Λατινικά είναι
χρήσιμα σε ορισμένα επιστημονικά αντικείμενα και διαθέτουν μακρά παράδοση στην
ανώτατη εκπαίδευση, στα οποία σπουδάζουν οι φοιτητές και φοιτήτριες.
Εκτιμούμε όμως ότι σε σειρά επιστημονικών αντικειμένων, που θεραπεύουν οι
φορείς όσων υπογράφουν το παρόν δεν ισχύει το ίδιο. Αντιθέτως, η κοινωνιολογική
γνώση είναι εξαιρετικά απαραίτητη για τις σπουδές στα αντικείμενα αυτά, όπως
άλλωστε μαρτυρούν και τα προγράμματα σπουδών των αντίστοιχων πανεπιστημιακών
τμημάτων. Τέτοια είναι λ.χ. όλα τα τμήματα κοινωνικών επιστημών όπως
Κοινωνιολογίας, Πολιτικής Επιστήμης, Δημόσιας Διοίκησης, Νομικής, Ψυχολογίας,
Διεθνών Σχέσεων, Ιστορίας, Δημοσιογραφίας, Επικοινωνίας και ΜΜΕ,
Ανθρωπολογίας, Κοινωνικής Γεωγραφίας Κοινωνικής Πολιτικής, Κοινωνικής
Διοίκησης, Εκπαιδευτικής Πολιτικής, αλλά και τα Παιδαγωγικά Τμήματα
Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, τα Παιδαγωγικά Τμήματα Προσχολικής, όπως και άλλα
τμήματα που εντάσσονται στον ευρύτερο χώρο των Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών
Επιστημών.
Πιο συγκεκριμένα, από τα 315 Πανεπιστημιακά Τμήματα
στο επιστημονικό πεδίο των Ανθρωπιστικών, Νομικών και Κοινωνικών Επιστημών τα
λατινικά διδάσκονται στα 132. Η κοινωνιολογία διδάσκεται στα υπόλοιπα 183
– δηλαδή στα περισσότερα του εν λόγω πεδίου – και μάλιστα στα 73 ως υποχρεωτικό
μάθημα. Προφανώς, στην προτεινόμενη ρύθμιση μπορεί, ίσως, να ευνοούνται
οι μαθητές που θα σπουδάσουν σε Τμήματα κλασσικών σπουδών, αλλά θα
υπάρξουν δυσμενείς επιπτώσεις για του μαθητές που θα εισάγονται σε Τμήματα όπως
αυτά που μνημονεύθηκαν πιο πάνω
Συνεπώς, εκτιμάμε ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση του
σχεδίου νόμου είναι λανθασμένη αφού και αδικεί τους μαθητές που θα
σπουδάσουν σε αυτά τα πανεπιστημιακά τμήματα, ενώ ταυτόχρονα θα έχει αρνητικές
επιπτώσεις στην έρευνα, τη διδασκαλία και την κοινωνική συνεισφορά
αυτών των τομέων της επιστημονικής γνώσης. Απ’ αυτή την άποψη, θα
μπορούσε κάποιος να εντοπίσει στοιχεία ανισομερούς αντιμετώπισης των
επιστημονικών κλάδων στην χώρα εκ μέρους της Πολιτείας και του αρμόδιου
υπουργείου.
2.
Επιπροσθέτως, υπενθυμίζουμε ότι η
κοινωνιολογία συμβάλλει στο να κατανοήσουν επιστημονικά οι μαθητές τον ραγδαία
μεταβαλλόμενο σύγχρονο κόσμο στον οποίο θα γίνουν πολίτες, τις σύγχρονες τάσεις
μεταβολής και τα προβλήματά του. Η διδασκαλία της κοινωνιολογίας παρέχει τα
κατάλληλα εργαλεία να σκεφτούν για αυτόν και να τον ερευνήσουν, μια γνώση που
μπορούν να αξιοποιήσουν σε πολλά επαγγελματικά πεδία.
Η άνιση μεταχείριση των κοινωνικών επιστημών, στο
στάδιο προετοιμασίας των εισαχθησομένων στα αντίστοιχα πανεπιστημιακά τμήματα,
όπως προβλέπει το δημοσιοποιημένο σχέδιο νόμου, πρόκειται να λάβει χώρα σε μια
περίοδο κατά την οποία αναδύονται ασυνήθιστα ως προς το μέγεθος και την έκτασή
τους κοινωνικά προβλήματα, τα οποία θα πρέπει οι κοινωνίες να αντιμετωπίσουν
και να επιλύσουν. Τέτοια προβλήματα είναι λ.χ. όλα εκείνα που προκάλεσαν η
πρόσφατη οικονομική κρίση, η εξελισσόμενη υγειονομική κρίση, οι ανακατατάξεις
στις διεθνείς σχέσεις και ειδικότερα οι αναταράξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η
διαφαινόμενη άνοδος του οικονομικού και πολιτικού ρόλου της Ασίας, η ραγδαία
τεχνολογική μεταβολή κ.ά. Ως εκ τούτου, η αποδυνάμωση της επιστημονικής μελέτης
των κοινωνικών προβλημάτων που προκαλούν οι μνημονευθείσες και άλλες μεταβολές,
αφήνουν απροστάτευτες τις κοινωνίες και τις ηγεσίες τους στην προσπάθεια
αντιμετώπισής τους.
3.
Μια εύλογη και ορθολογική λύση στο
πρόβλημα είναι η διατήρηση της Κοινωνιολογίας ως πανελλαδικώς εξεταζόμενου
μαθήματος στα 183 προαναφερθέντα Τμήματα, με τα Λατινικά να καθίστανται «ειδικό
μάθημα» για τα Τμήματα εκείνα (κυρίως των Φιλοσοφικών Σχολών) που η γνώση τους
είναι προδήλως απαραίτητη.
Τούτων δοθέντων, με την ευθύνη που
προκύπτει αποκλειστικά από την ακαδημαϊκή μας ιδιότητα στο πεδίο της
διδασκαλίας και έρευνας αιτούμεθα την ακύρωση της συγκεκριμένης διάταξης του
νομοσχεδίου. Αυτό θα δώσει χρόνο ώστε να βρεθεί η ακαδημαϊκά και
λειτουργικά καλύτερη διευθέτηση του ζητήματος. Μια διευθέτηση που θα
διασφαλίζει και θα προοικονομεί την ακαδημαϊκή προοπτική και χρησιμότητα τόσο
της Κοινωνιολογίας όσο και των Λατινικών στα αντίστοιχα επιστημονικά πεδία που
θεραπεύονται στο ελληνικό πανεπιστήμιο.
Υπογραφές
- Νίκος Δεμερτζής, Διευθυντής και Πρόεδρος
ΔΣ, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών
- Γρηγόρης Ζαρωτιάδης, Κοσμήτορας
Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης
- Αλεξάνδρα Κορωναίου, Κοσμήτορας, Σχολή
Κοινωνικών Επιστημών, Πάντειο Πανεπιστήμιο.
- Κουζέλης Γεράσιμος, Αντιπρόεδρος Τμήματος
Κοινωνιολογίας, τ. Πρόεδρος του ΙΕΠ.
- Ιωάννης Κουζής, Κοσμήτορας Σχολής
Πολιτικών Επιστημών, Πάντειο Πανεπιστήμιο.
- Δημήτρης Μυλωνάκης, Κοσμήτορας
Σχολής Κοινωνικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Κρήτης
- Νίκος Ναγόπουλος, Κοσμήτορας της Σχολής
Κοινωνικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
- Γιώργος Πλειός, Πρόεδρος της Ελληνικής
Κοινωνιολογικής Εταιρείας (ΕΚΕ)
- Ελένη Ρεθυμιωτάκη, Πρόεδρος Προσωρινής
Συνέλευσης Τμήματος Κοινωνιολογίας ΕΚΠΑ
- Μιχάλης Σπουρδαλάκης, Κοσμήτορας Σχολή
Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο
Αθηνών.
- Μιχάλης Ψημίτης, Πρόεδρος Τμήματος
Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου
Πηγή: