Σκέψεις για το νομοσχέδιο “Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξεις”
άρθρο του κ. Αντώνη Μπόγρη, Καθηγητή Πανεπιστημίου Δυτ. Αττικής
στον ιστότοπο esos.gr
"Τις τελευταίες ημέρες, και ενώ όλοι προσπαθούμε να ακολουθήσουμε τις οδηγίες των ειδικών για την αποφυγή εξάπλωσης του COVID-19 και συνάμα κάνουμε ό,τι μπορούμε από τα σπίτια μας για να εκπαιδεύσουμε τους φοιτητές μας, να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να συμμετέχουν στην κακοσχεδιασμένη και χωρίς υποδομές εξ αποστάσεως εκπαίδευση στα σχολεία, η Υπουργός Παιδείας βρήκε την «κατάλληλη στιγμή» για να θέσει σε διαβούλευση ένα σχέδιο νόμου που (απο)ρυθμίζει οριζόντια και με ανατρεπτικό τρόπο όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Ουδείς από τους καθ’ ύλην αρμόδιους φορείς (ΟΛΜΕ, ΔΟΕ, κ.α.) δεν είχε ενημερωθεί για αυτό το νομοσχέδιο και ήδη η δυσαρέσκεια εκδηλώνεται ακόμα και από την ΔΑΚΕ δασκάλων.
Αντί λοιπόν να οργανώσει την προσεκτική επαναφορά των παιδιών μας στα σχολεία και στα πανεπιστήμια και να εργαστεί ώστε να υπάρξει από τώρα η ψυχολογική υποστήριξη από ειδικούς για τα παιδιά μας που βιώνουν μία απολύτως αφύσική κατάσταση, αυτή του υποχρεωτικού εγκλεισμού, η Υπουργός βρήκε την ευκαιρία να νομοθετήσει, γνωρίζοντας ότι ουδείς μπορεί να διαδηλώσει ή να συζητήσει στους χώρους εκπαίδευσης το περιεχόμενο του νομοσχεδίου. Αν και αυτό αποτελεί μία ακραία προκλητική στάση απέναντι στη δημοκρατικές λειτουργίες της κοινωνίας μας, έχει σημασία να το αφήσουμε προς το παρόν στην άκρη και να επικεντρωθούμε στην ουσία των άρθρων του νομοσχεδίου.
Μετά την πρώτη ανάγνωση ένας υποψιασμένος αναγνώστης συμπεραίνει ότι το σχέδιο νόμου χαρακτηρίζεται από ιδεολογική συνοχή και παρωχημένες αντιλήψεις για τους σκοπούς της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες ---όλα αυτά, δε, επενδεδυμένα με τον μανδύα του «καινοτόμου» και του «σύγχρονου» . Το νομοσχέδιο σαφέστατα στοχεύει σε λιγότερη δημοκρατία και περισσότερο αυταρχισμό, στην εργαλειακή/φροντιστηριακή «κατανάλωση» γνώσης και όχι στην ουσιαστική πρόσληψή της για το κοινό καλό, στην ενίσχυση των ανισοτήτων, στην αποδυνάμωση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης και την ενίσχυση των ιδιωτικών δομών. Ας δούμε πώς αντανακλώνται οι παραπάνω στόχοι με συγκεκριμένα παραδείγματα, χωρίς να κάνουμε αναλυτική αναφορά σε όλες τις ρυθμίσεις.
Λιγότερη δημοκρατία – περισσότερος αυταρχισμός
Το γεγονός ότι επαναφέρεται η αναγραφή της διαγωγής στο απολυτήριο των μαθητών Γυμνασίου και Λυκείου και οι αυστηρές ποινές μετατρέπει την κ. Κεραμέως σε μία καρικατούρα γυμνασιάρχη, ενός νέου Χρήστου Τσαγανέα, που θα τύχει αντίστοιχης ειρωνικής αντιμετώπισης στα κοινωνικά δίκτυα από όλους τους σημερινούς νέους, που είναι μιας άλλης εποχής από αυτή που εμπνέει την κ. Κεραμέως. Ποιος ο λόγος της επαναφοράς παρωχημένων και αντιεκπαιδευτικών μεθόδων νουθεσίας και συμμόρφωσης; Θα δώσει λύση η ρύθμιση αυτή στα υπαρκτά φαινόμενα της σχολικής βίας; Ας ρωτήσει η κ. Κεραμέως ειδικούς κοινωνιολόγους και ψυχολόγους, μάλλον θα τη διαψεύσουν.
Ένα άλλο δείγμα αυταρχισμού και συρρίκνωσης της δημοκρατίας, αυτή τη φορά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, είναι ο αποκλεισμός ολόκληρων ομάδων εργαζομένων (διοικητικοί υπάλληλοι, ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ) από το εκλεκτορικό σώμα των πρυτανικών εκλογών. Είναι δυνατόν σε έναν οργανισμό που είναι αυτοδιοικούμενος και εκπροσωπείται νομικά από τον Πρύτανη και τους Αντιπρυτάνεις, οι μισοί και πλέον εργαζόμενοι να μην έχουν λόγο στην εκλογή των εκπροσώπων τους; Προφανώς η ψήφος ενός μέλους ΔΕΠ πρέπει να έχει άλλη βαρύτητα, αλλά ιστορικά στην Ευρώπη, όλα τα μέλη της κοινότητας έχουν συμμετοχή στη διοίκηση και στις εκλογές.
Δεν πρέπει να υποτιμηθεί η «έμμεση» υποχρεωτικότητα και οι σοβαροί κίνδυνοι χειραγώγησης της διαδικασίας της ψηφιακής ψηφοφορίας. Ως επιστήμονας της Πληροφορικής είμαι πάντα θετικά διακείμενος στις ψηφιακές λύσεις, αρκεί να διασφαλίζουν τη μυστικότητα της ψήφου, και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν η ψηφιακή κάλπη είναι μέσα στο παραβάν που εποπτεύει η εφορευτική επιτροπή.
Οποιαδήποτε άλλη λύση με ψηφοφορία από το γραφείο ή το σπίτι είναι εξόχως προβληματική και δε διασφαλίζει τη μυστικότητα.
Εργαλειακή/φροντιστηριακή «κατανάλωση» γνώσης
Το νομοσχέδιο δείχνει ότι η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου δεν ενδιαφέρεται να παρέχει ουσιαστική γνώση στα παιδιά μας. Τρανά παραδείγματα είναι η προσανατολισμένη στις εξετάσεις δευτεροβάθμια εκπαίδευση και η επαναφορά της τράπεζας θεμάτων σε όλες τις τάξεις του Λυκείου. Κοινώς λιγότερη έμφαση στη γνώση και στη σωστή πρόσληψή της, περισσότερη έμφαση στην εξέταση και στη φροντιστηριακή «copy-paste» λογική μάθησης. Από τώρα «βλέπω» τους γονείς σε παράκρουση και τους αναπτερωμένους φροντιστές από δίπλα να πιέζουν τα παιδιά σε αποστήθιση θεμάτων από την αναθεματισμένη τράπεζα. Πόσο αυτό συμβάλει στην ουσιαστική απόκτηση της γνώσης;
Σε αυτή την κατεύθυνση εντάσσεται η επαναφορά των λατινικών στη Γ΄ λυκείου για τους μαθητές που επιλέγουν τις ανθρωπιστικές σπουδές. Πώς είναι δυνατόν σε έναν ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο, στον οποίο οι νέοι ειδικά στη χώρα μας βιώνουν τα τελευταία χρόνια δεκαετή οικονομική κρίση με σημαντικές κοινωνικές αναταράξεις, εισροή κατατρεγμένων προσφύγων, έξαρση πανδημίας, δυναμική εισχώρηση των κοινωνικών δικτύων και της τεχνολογίας σε κάθε δραστηριότητα του σύγχρονου ανθρώπου, να προέχει η εκμάθηση μίας νεκρής γλώσσας από την κοινωνιολογία που μπορεί να θέσει τα ερωτήματα και να συμβάλει στις απαντήσεις για το τι είναι κοινωνία σήμερα και πώς μπορεί να είναι συνεκτική και συμπεριληπτική παρόλες τις προκλήσεις;
Ενίσχυση των ανισοτήτων
Στο νομοσχέδιο αντανακλάται με εμφατικό τρόπο η στρεβλή αντίληψη της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΑΙΘ για την αριστεία. Η πιο σημαντική ρύθμιση που αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για τα σχολεία μας είναι η πρόθεση για δημιουργία πολλαπλών προτύπων σχολείων σε όλη την επικράτεια. Πολλοί αναγνώστες ίσως να συμφωνούν με αυτό το μέτρο, διότι στη χώρα μας η αριστεία στρεβλώς νοηματοδοτείται με τη δημιουργία επίλεκτων μονάδων. Θα τους πρότεινα να σκεφτούν με τη βοήθεια του παρακάτω παραδείγματος για το αν η εξάπλωση των πρότυπων σχολείων σε όλη την επικράτεια αναβαθμίζει την εκπαίδευση συνολικά. Ας φανταστούμε ότι σε μία μικρή επαρχιακή πόλη συστήνεται ένα πρότυπο Γυμνάσιο/Λύκειο. Τότε όλοι οι γονείς θα παρακινήσουν τα παιδιά τους να δώσουν εξετάσεις για να εισαχθούν στο σχολείο αυτό. Το αποτέλεσμα θα είναι να αποψιλωθούν όλα τα άλλα σχολεία από καλούς μαθητές, μιας και οι επαρχιακές πόλεις είναι κατά τεκμήριο μικρές σε πληθυσμό.
Πόσο βοηθά την τοπική κοινωνία και την εκπαίδευση να έχει ένα «καλό» σχολείο και τις υπόλοιπες σχολικές μονάδες στιγματισμένες και υποβαθμισμένες; Έχουν αναρωτηθεί οι γονείς αυτής πόλης πως θα αισθάνονται τα παιδιά τους αν δεν καταφέρουν να φοιτήσουν στο «καλό» σχολείο της περιοχής; Είναι τελικά η δημιουργία πρότυπων σχολείων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της χώρας πράξης αναβάθμισης ή πράξη διαχωρισμού των μαθητών και των σχολείων, ώστε οι μη «άριστοι» να ριχτούν στον καιάδα και μέσω της αξιολόγησης; Βοηθά αυτό ακόμα και τους καλούς μαθητές ή τους αναγκάζει σε έναν ακραίο ανταγωνισμό που πολλές φορές δεν είναι ψυχολογικά διαχειρίσιμος;
Αποδυνάμωση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης
Η αποδυνάμωση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης μπορεί να εντοπιστεί σε πολλές διατάξεις του νομοσχεδίου. Ενδεικτικά αναφέρω τη νέα δομή της Γ’ λυκείου, στην οποία τα επτάωρα μαθήματα στις ομάδες προσανατολισμού μετατρέπονται σε πεντάωρα. Ενώ η επτάωρη διδασκαλία των μαθημάτων στις ομάδες προσανατολισμού, που για πρώτη φορά εφαρμόστηκε φέτος, έδειχνε να αποδίδει ως προς τη σε βάθος κάλυψη της ύλης από τους καθηγητές του σχολείου και τη σταδιακή της διεύρυνση, ώστε να καλυφθούν πιο πολλά αντικείμενα σε βασικές ενότητες και να εξορθολογιστεί η δυσκολία των θεμάτων στις πανελλήνιες εξετάσεις, η κ. Κεραμέως, χωρίς καν να μπει στον κόπο να αξιολογήσει τη δομή αυτή, την καταργεί, ώστε να αποδυναμώσει το δημόσιο σχολείο έναντι του ιδιωτικού σχολείου και του φροντιστηρίου. Είναι αλήθεια ότι πολλοί ενοχλήθηκαν που οι καθηγητές στα σχολεία μπορούσαν να καλύπτουν καλύτερα και πληρέστερα την ύλη.
Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκεται και η αύξηση των μαθητών ανά τμήμα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και μάλιστα με την απαίτηση ο ελάχιστος αριθμός να είναι άνω των 20 στα δημοτικά σχολεία. Και εδώ ένα παράδειγμα καταδεικνύει την πολιτική παράνοια. Ας υποθέσουμε ότι σε ένα δημοτικό σχολείο στην Δ’ τάξη του δημοτικού φοιτούν 32 μαθητές. Έως τώρα χωρίζονταν σε τμήματα των 16 μαθητών. Αν τελικά ψηφιστεί η εν λόγω διάταξη, τα 26 από τα 32 παιδιά θα σχηματίσουν ένα τμήμα και τα άλλα 6 παιδιά θα πρέπει να σταλούν σε άλλο σχολείο. Αφενός 26 παιδιά θα στοιβαχτούν σε μία αίθουσα σε συνθήκες COVID-19 και τα άλλα 6 θα αναγκαστούν να χάσουν τους φίλους τους. Ας μας εξηγήσει η κ. Κεραμέως πόσο ωφελεί εκπαιδευτικά τις ευαίσθητες ψυχές των παιδιών μας μία τέτοια ανατροπή στη ζωή τους. Να μην ξεχάσουμε ότι σήμερα πολλά παιδιά απαιτούν ιδιαίτερη φροντίδα λόγω μαθησιακών δυσκολιών και υπάρχει διαρκώς αυξανόμενη η ανάγκη της παράλληλης στήριξης.
Μάλλον η κ. Κεραμέως στοιβάζει πολλά παιδιά στα τμήματα γιατί θέλει να επιτύχει ανοσία της αγέλης από τη νηπιακή ηλικία.
Μια άλλη ιδιαιτέρως αμφιλεγόμενη διάταξη που ανοίγει τον ασκό του Αιόλου σε ό,τι αφορά την αποδυνάμωση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης είναι η αλλαγή του νομικού πλαισίου για τα ξενόγλωσσα προγράμματα σπουδών στα ΑΕΙ. Το γεγονός ότι νομοθετείται οι πολίτες εντός ΕΕ να μπορούν να παρακολουθούν προγράμματα σπουδών με δίδακτρα στην Ελλάδα είναι πιθανό να αποτελέσει θρυαλλίδα δικαστικών εξελίξεων, ώστε να διευρυνθεί η δυνατότητα αυτή και σε Έλληνες πολίτες, παρακάμπτοντας το άρθρο 16 διά της πλαγίας οδού.
Υπάρχουν πολλές άλλες διατάξεις που έχουν αναστατώσει την εκπαιδευτική κοινότητα και δεν υπάρχει η δυνατότητα σε ένα άρθρο να καλυφθούν όπως οι αλλαγές στα ΕΠΑΛ που επίσης έχουν στόχο τη συρρίκνωση προς όφελος των ιδιωτικών ΙΕΚ.
Ως επίμετρο θα ήθελα να σταθώ σε ένα επίκαιρο άρθρο με τίτλο: «Universities must help shape the post-COVID-19 world» με συγγραφείς διακεκριμένους ακαδημαϊκούς και μεταξύ άλλων τον Sjur Bergan που κατέχει την εξέχουσα θέση του επικεφαλής της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης στο Συμβούλιο της Ευρώπης1.
Στο άρθρο αυτό οι συγγραφείς βάλουν ευθέως εναντίον του νεοφιλελεύθερου μοντέλου του επιχειρηματικού πανεπιστημίου που παράγει αποφοίτους καριερίστες με γνώσεις και δεξιότητες που είναι μόνο χρήσιμες για την επαγγελματική τους ανέλιξη και αναφέρουν επί λέξει ότι η μετά τον COVID-19 εποχή απαιτεί την ανάδειξη δημοκρατικών και συμπεριληπτικών πανεπιστημίων που παράγουν γνώση για το κοινό καλό των κοινωνιών και όχι για το κέρδος και παρέχουν ποιοτικές σπουδές σε όλους ανεξαρτήτως τους φοιτητές με βάση τα ταλέντα τους.